- εξακεστήριος
- ἐξακεστήριος, -α, -ον (Α) [εξακούμαι]1. αυτός που γιατρεύει το κακό2. εξιλαστήριος («ἐξακεστηρίοις θυσίαις»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξακεστήριος — remedying evil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακεστηρίοις — ἐξακεστήριος remedying evil masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)